χειλοπήγαδο

χειλοπήγαδο
το, Ν
χείλος πηγαδιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χείλος + πηγάδι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • χειλοπήγαδο — το το χείλος του φρέατος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”